τελμάτωση

τελμάτωση
η
1. μεταβολή σε τέλμα.
2. ακινητοποίηση, στασιμότητα: Οι σχέσεις είναι σε τελμάτωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελμάτωση — η, Ν [τελματώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τελματώνω 2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση …   Dictionary of Greek

  • λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”